- ρουμπί
- (I)το, Νναυτ.βίαιος χειρισμός για πλήρη περιστροφή ιστιοφόρου πλοίου, ώστε αυτό να επανέλθει στη γραμμή πλεύσης.————————(II)το, Νμικρό κομμάτι ύφασμα, κουρέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ρόμπα].————————(III)το, Νάκλ. το ρουμπινί χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. rubin, με αποβολή τού τελικού -ν (πρβλ. rosmarin > ροσμαρί)].
Dictionary of Greek. 2013.